Η διαμάχη μεταξύ ΕΕ και Μάλτας σχετικά με την «Επί Πληρωμή Υπηκοότητα» αποτελεί μια προειδοποιητική ιστορία, τόσο για κακοσχεδιασμένα προγράμματα επενδυτικής μετανάστευσης, όσο και για όσους προσπαθούν να τα σταματήσουν. Την προηγούμενη εβδομάδα, η διαμάχη της Ευρωπαϊκής Κομισιόν με τη Μάλτα για το πρόγραμμα υπηκοότητας μέσω επένδυσης της Μάλτας, ήρθε στο προσκήνιο σε μια δικαστική υπόθεση στο δικαστήριο της ΕΕ στο Λουξεμβούργο.
Οδηγώντας τη Μάλτα στο δικαστήριο, η ΕΕ προσπαθεί να βάλει τέλος σε μια δεκαετή πολιτική όπου η μαλτέζικη κυβέρνηση δίνει υπηκοότητα σε ξένους πολίτες οι οποίοι επενδύουν, πάνω από ένα συγκεκριμένο ποσό, στη χώρα. Η τρέχουσα μορφή του προγράμματος, «Malta Exceptional Investor Naturalisation Policy (MEIN)», ορίζει το εν λόγω ποσό στις €600.000, μέσω του οποίου δίδεται υπηκοότητα μετά από 36 μήνες, ενώ διαθέσιμα είναι και ταχύτερα προγράμματα, έως και 12 μηνών, με μεγαλύτερες επενδύσεις. Η αντίθεση της ΕΕ σε αυτήν την κατάσταση βασίζεται στο ότι από νομικής άποψης, η «πώληση» υπηκοότητας της ΕΕ, παραβιάζει τις αρχές συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών της, κάνοντας κατοίκους ΕΕ ανθρώπους δεν έχουν πραγματική σχέση με τη Μάλτα ή την ΕΕ. Γενικότερα, όμως, πηγάζει από την αυξανόμενη αποστροφή της ΕΕ προς τα επενδυτικά προγράμματα μετανάστευσης, μια στάση που, δυστυχώς, στερείται βασικής κατανόησης των οφελών που μπορούν να προσφέρουν αυτά τα προγράμματα.
Γενικότερα, όμως, πηγάζει από την αυξανόμενη αποστροφή της ΕΕ προς τα επενδυτικά προγράμματα μετανάστευσης, μια στάση που, δυστυχώς, στερείται βασικής κατανόησης των οφελών που μπορούν να προσφέρουν αυτά τα προγράμματα.
Παραδείγματος χάριν, στην πατρίδα μου, την Ελλάδα, ενώ δεν προσφέρουμε υπηκοότητα μέσω επένδυσης, το πρόγραμμα Golden Visa, δίνει άδεια παραμονής με πολλά όμοια οφέλη στους επενδυτές. Αυτό το σύστημα, πρόσφατα, αναθεωρήθηκε ως μια δομή τεσσάρων επιπέδων με ελάχιστο ποσό επένδυσης ύψους €250.000 για μετατροπές από εμπορικής σε οικιστικής χρήσης ακίνητα και ανακαινίσεις και στη συνέχεια, είτε €400.000, είτε €800.000, αναλόγως την περιοχή. Μεταξύ 2021 και 2024, αυτό το πρόγραμμα έχει επιφέρει κέρδη €4.3 δις στην ελληνική οικονομία. Είναι πολύ σημαντικό να σημειώσουμε πως το ποσό αυτό δεν προέκυψε ούτε μέσα από δανεισμούς, ούτε φορολογίες ή χορηγήσεις.
Η ανάκριση της προηγούμενης εβδομάδας λέει και μια άλλη ιστορία, μια ιστορία κακοσχεδιασμένων επενδυτικών προγραμμάτων μετανάστευσης που αποτυγχάνουν. Τους τελευταίους μήνες, η Ισπανία, η Ολλανδία και η Ιρλανδία κατήργησαν τα προγράμματα Golden Visa τους, ενώ η Πορτογαλία περιόρισε το αντίστοιχο δικό της, κυρίως λόγω της αναποτελεσματικότητάς τους. Από την άλλη, το πρόβλημα της Μάλτας είναι πως η προσφορά της παραείναι γενναιόδωρη για να γίνει αποδεκτή από την υπόλοιπη ΕΕ.
Η δικαστική πρόκληση της ΕΕ φαίνεται καταδικασμένη να αποτύχει. Η μαλτέζικη υπεράσπιση, πως είναι προνόμιο των κρατών να επιλέξουν σε ποιον δίνουν υπηκοότητα, είναι ισχυρή και ενισχύεται από πολλαπλές περιπτώσεις του παρελθόντος και αυξημένες διαδικασίες ελέγχου. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει απαραίτητα πως η ΕΕ θα υποχωρήσει εδώ, γι’ αυτό η αντίθεσή τους αναμένεται να λάβει νέες μορφές στους επόμενους μήνες και χρόνια, προκαλώντας, παράλληλα, αβεβαιότητα στους επενδυτές.
Τα γεγονότα της προηγούμενης εβδομάδας προσφέρουν μαθήματα για όλες τις πλευρές, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος της υπόθεσης. Για την ΕΕ, το μάθημα είναι πως τα προγράμματα επενδυτικής μετανάστευσης δεν απορρίπτονται εύκολα υπό πίεση. Για τα συστατικά της κράτη, το μάθημα είναι πως υπάρχουν όρια στην υπομονή της Κομισιόν σε αυτόν τον τομέα. Ενώ για τους επενδυτές, το μάθημα είναι πως είναι καλύτερα να προτιμήσουν επενδυτικά προγράμματα μετανάστευσης που δεν εμπλέκονται σε τέτοιες καταστάσεις εξ αρχής.
Αρθογραφεί η Χριστίνα Γεωργάκη – Αρχική δημοσίευση στο eureporter